Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαράσι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαράσι το [farási] Ο44 : είδος μεταλλικού ή πλαστικού φτυαριού, με κοντή συνήθ. λαβή και με πλαϊνά τοιχώματα, για το μάζεμα σκουπιδιών: Πάρε σκούπα και ~ και μάζεψε τα γυαλιά απ΄ το πάτωμα.

[τουρκ. faraş ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες