Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φανταχτερός -ή -ό [fandaxterós] Ε1 : 1. που εντυπωσιάζει οπτικά, που παρέχει εντυπωσιακό θέαμα: Φανταχτερό ρούχο / φόρεμα / ντύσιμο / καπέλο. Φανταχτερά χρώματα. 2. (μτφ.) εντυπωσιακός αλλά συνήθ. χωρίς ουσία, περιεχόμενο: Φανταχτερά λόγια.
φανταχτερά ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~. [φαντακ- (φαντάζω) -τερός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]