Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαντασμαγορικός -ή -ό [fandazmaγorikós] Ε1 : (για θέαμα) που είναι εξαιρετικά εντυπωσιακός και θεαματικά ωραίος: H έκρηξη του ηφαιστείου δημιούργησε ένα φαντασμαγορικό θέαμα. Σπαταλήθηκε πολύ χρήμα σε φαντασμαγορικές τελετές χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
φαντασμαγορικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. fantasmagorique < fantasmagor(ie) = φαντασμαγορ(ία) -ique = -ικός]