Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαντασμαγορία η [fandazmaγoría] Ο25 : θέαμα εξαιρετικά εντυπωσιακό και ωραίο: Tα πολύχρωμα βεγγαλικά και τα πυροτεχνήματα ήταν / δημιουργούσαν μια ~.
[λόγ. < γαλλ. fantasmagorie < αρχ. φάντασμα + (allé)gorie = (αλλη)γορία (η παραγωγή δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες της αρχ. ελλην.)]