Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαντασμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαντασμένος -η -ο [fandazménos] Ε3 : που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, που πιστεύει πως είναι σπουδαίος: Έπιασε μερικά λεφτά και νόμισε πως έγινε κάποιος, ο ~.

[μππ. του φαντάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες