Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαντασιώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαντασιώνω [fandasióno] -ομαι Ρ1 : δημιουργώ, σχηματίζω εικόνες και παραστάσεις με τη φαντασία και μεταφέρομαι εκτός πραγματικότητας: Tης αρέσει να φαντασιώνει και να ξεφεύγει από την πραγματικότητα.

[λόγ. < ελνστ. φαντασι(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες