Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαντασιοπληξία η [fandasiopliksía] Ο25 : σκέψη, λόγος, ιδέα ή και συμπεριφορά, που κατευθύνεται από τη φαντασία και όχι από την πραγματικότητα· φαντασιοκοπία· (πρβ. αεροβασία): Mη δίνεις βάση στις φαντασιοπληξίες του.
[λόγ. φαντασιόπληκ(τος) -σία]