Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαντασιοκοπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαντασιοκοπώ [fandasiokopó] Ρ10.9α : σκέφτομαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι με τρόπο που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα.

[λόγ. < ελνστ. φαντασιοκοπῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες