Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαντάρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαντάρος ο [fandáros] Ο18 : (οικ.) στρατιώτης, ιδίως του πεζικού. (έκφρ.) φεύγω / πάω ~ ή με παίρνουν φαντάρο, στρατεύομαι (στο στρατό ξηράς, στο ναυτικό ή στην αεροπορία). ΦΡ (λαϊκ.) βλέπω το Xριστό φαντάρο, συναντώ δυσκολίες, αντιμετωπίζω πρωτόγνωρες, περίεργες καταστάσεις. φανταράκι το YΠΟKΟΡ.

[φάντ(ης) στην παλ. σημ.: `στρατιώτης΄ (< ιταλ. fant(e) στην παλ. σημ.: `στρατιώτης΄ -ης) -άρος από επίδρ. του ουσ. φανταρία (αναδρ. σχημ.) < βεν. fantaria]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες