Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φανερο- [fanero] & φανερό- [faneró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (συνήθ. επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό είναι εμφανές ή γίνεται εμφανώς, φανερά: ~βράγχια· φανερόγαμα. ANT κρυπτο-, κρυψι-, λαθρο-.
[λόγ. < διεθ. phanero- < αρχ. φανερο- θ. του επιθ. φανερό(ς) ως α' συνθ.: φανερό-γαμα < γαλλ. phanérogames (σύγκρ. αρχ. φανερό-φιλος `που δείχνει φανερά τη φιλία του΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φανερόγαμος -η -ο [faneróγamos] Ε5 : (βοτ.) συνήθ. ως ουσ. τα φανερό γαμα, φυτά με εμφανή τα όργανα με τα οποία πολλαπλασιάζονται. ANT κρυπτόγαμα.
[λόγ. < γαλλ. phanérogame < phanéro- = φανερο- + αρχ. γάμ(ος) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φανερός -ή -ό [fanerós] Ε1 : 1. που φαίνεται, που είναι ορατός, εμφανής. ANT αόρατος, αφανής: Φανερά ίχνη παραβιάσεως / κακοποιήσεως / πάλης / βιασμού. Tο πτώμα έφερε φανερά ίχνη στραγγαλισμού. 2. που γίνεται εύκολα αντιληπτός· οφθαλμοφανής, προφανής, σαφής, ξεκάθαρος. ANT κρυφός: Φανερή επιθυμία / πρόθεση. Mίλησε με φανερή συγκίνηση / αγανάκτηση. Πρόκειται για φανερή απάτη. || Είναι / γίνεται κτ. φανερό: Είναι φανερό ότι λέει ψέματα. || (επιρρ. έκφρ.) στα φανερά, δημοσίως, απροκάλυπτα. ANT στα κρυφά: Έκανε τις απάτες του στα φανερά, χωρίς να κρύβεται.
φανερά ΕΠIΡΡ: Ήταν ~ ταραγμένος / χαρούμενος / λυπημένος. Tον έκλεβε ~ στα χαρτιά. Πες το ~. [αρχ. φανερός]