Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φανατικός -ή -ό [fanatikós] Ε1 : α. (για πρόσ.) που προσηλώνεται, που ενεργεί ή συμπεριφέρεται με υπερβολικό ζήλο, με άκριτη πίστη και τυφλό πάθος (απέναντι σε ένα πρόσωπο, σε μια θρησκεία, σε μια θεωρία ή ιδεολογία, στην υπεράσπιση ή διεκδίκηση μιας ιδέας, μιας πίστης κτλ.): ~ εθνικιστής / δεξιός / αριστερός / καθολικός. ~ οπαδός του ποδοσφαίρου. Φανατικοί οπαδοί / εχθροί του Bενιζέλου. ~ καπνιστής, μανιώδης. β. (για ενέργεια, δράση, συμπεριφορά) που γίνεται, που εμπνέεται ή κυριαρχείται από φανατισμό: Φανατική προσήλωση / άρνηση / διεκδίκηση. ~ ενθουσιασμός / ζήλος.
φανατικά ΕΠIΡΡ: Yπερασπίζεται ~ τις ιδέες της. Διεκδικεί ~ τα δικαιώματά του. [λόγ. < γαλλ. fanatique (-ique = -ικός)]