Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φανατίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανατίζω [fanatízo] -ομαι Ρ2.1 : καθιστώ κπ. φανατικό, εμπνέω σε κπ. φανατισμό: Οι αθλητικές εφημερίδες με τα άρθρα τους φανατίζουν συχνά τους φιλάθλους. Φανατισμένοι οπαδοί ακροδεξιάς οργάνωσης δημιούργησαν επεισόδια.

[λόγ. < γαλλ. fanatiser (-iser = -ίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες