Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαλλοκρατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαλλοκρατικός -ή -ό [falokratikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φαλλοκράτη, στη φαλλοκρατία: Φαλλοκρατικές απόψεις / αντιλήψεις. Zούμε σε μια φαλλοκρατική κοινωνία.

[λόγ. < αγγλ. phallocratic < phallocrat = φαλλοκράτ(ης) -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες