Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαλλοκράτης ο [falokrátis] Ο10 : χαρακτηρισμός για άντρα που οι απόψεις και η συμπεριφορά του διακρίνουν το ανδρικό φύλο ως ανώτερο από το γυναικείο: Πολλοί άντρες είναι φαλλοκράτες.
[λόγ. < αγγλ. phallocrat < αρχ. φαλλό(ς) + -crat = -κράτης]