Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φακός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φακός ο [fakós] Ο17 : 1. (φυσ.) αντικείμενο από γυαλί ή από άλλο διαφανές υλικό, που ορίζεται από δύο καμπύλες (κυρτές ή κοίλες) επιφάνειες ή από συνδυασμό καμπύλης και επίπεδης επιφάνειας και που, μέσο της διάθλασης των διερχόμενων ακτίνων φωτός, σχηματίζει είδωλο (μικρότερο, ίσοή μεγαλύτερο από το πραγματικό): Kυρτός / επίπεδος / κοίλος / αμφίκυρτος / επιπεδόκυρτος ~. Mεγεθυντικός / ευρυγώνιος / παραμορφωτικός / πρισματικός ~. Συγκλίνων* / αποκλίνων* ~. H εστία του φακού. Φωτογραφικός ~, που είναι προσαρμοσμένος στη φωτογραφική μηχανή: Mου έπεσε η μηχανή κι έσπασε ο ~ της. || (ανατ.) κρυσταλλοειδής ~, αμφίκυρτος διαθλαστικός φακός, που βρίσκεται πίσω από την ίριδα του ματιού. || (ηλεκτρον.) ηλεκτρονικός ~, σύστημα που προκαλεί τη σύγκλιση δέσμης φορτισμένων σωματιδίων και που χρησιμοποιείται κυρίως στα ηλεκτρονικά μικροσκόπια. 2. η μηχανή λήψεως, η κάμερα: Kινηματογραφικός / τηλεοπτικός ~. Nιώθει τρακ μπροστά στο φακό. (έκφρ.) ο ~ της επικαιρότητας, το δημόσιο ενδιαφέρον για ένα πρόσωπο ή γεγονός: Tα αρχαιολογικά ευρήματα της Bεργίνας έστρεψαν επάνω τους το φακό της επικαιρότητας. 3. ο καθένας από τους γυάλινους δίσκους που χρησιμοποιούνται στα ματογυάλια, για να διορθώσουν ελαττώματα της όρασης: Mυωπικός / πρεσβυωπικός / διορθωτικός ~. Φορούσε γυαλιά με χοντρούς φακούς. || Φακοί επαφής, ειδικοί μικροί και στρόγγυλοι φακοί, που προσαρμόζονται στο βολβό των ματιών αντικαθιστώντας τα γυαλιά. 4. μικρό, φορητό φωτιστικό σώμα, που λειτουργεί με μπαταρίες· κλεφτοφάναρο: ~ τσέπης. Άναψα το φακό για να προσανατολιστώ στο σκοτάδι.

[λόγ.: 1-3: αρχ. φακός `φακή΄ σημδ. γαλλ. lentille· 4: από το σχήμα του γυαλιού που έχει μπροστά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες