Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φακίδα η [fakíδa] Ο26 : μικρή καφετιά ή κοκκινωπή κηλίδα στην επιδερμίδα, κυρίως του προσώπου: Είχε χαριτωμένο προσωπάκι και φακίδες στη μύτη. Tο σώμα του είναι γεμάτο φακίδες.
[αρχ. φακ(ός) `φακή, σημά δι του δέρματος΄ -ίδα ή < *φακίς, αιτ. -ίδα < αρχ. φακ(ῆ) -ίς κατά τη σημ. του αρχ. φακός]