Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαιός -ή / -ά -ό [feós] Ε1, Ε2 : (λόγ.) που έχει χρώμα ανάμεσα στο λευκό και στο μαύρο· γκρίζος, σταχτής: ~ χιτώνας. || (ανατ.): Φαιά ουσία, η μία από τις δύο ουσίες του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού η οποία στον εγκέφαλο αποτελεί το φλοιώδες περίβλημά του και στο νωτιαίο μυελό την κεντρική του μοίρα. ΦΡ ξοδεύω / καταναλώνω / χαλάω κτλ. φαιά ουσία, καταβάλλω πνευματική προσπάθεια, βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, σκέφτομαι. || (ως ουσ.) το φαιό, το γκρίζο, το σταχτί χρώμα: Tο άσπρο, το μαύρο καθώς και το φαιό, που γίνεται με την ανάμειξή τους, ονομάζονται ουδέτεροι χρωματισμοί.
[λόγ. < αρχ. φαιός (φαιά ουσία: μτφρδ. γαλλ. matière grise)]