Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαινομενικότητα η [fenomenikótita] Ο28 : η φαινομενική εντύπωση ότι κτ. υπάρχει, συμβαίνει, έχει υπόσταση: Mη σε παρασύρει η ~ των πραγμάτων.
[λόγ. φαινομενικ(ός) -ότης > -ότητα]