Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαινομενικός -ή -ό [fenomenikós] Ε1 : 1. που δίνει την εντύπωση ότι υπάρχει, ενώ δεν έχει πραγματική υπόσταση. ANT πραγματικός: Φαινομενική ησυχία / ηρεμία. Φαινομενικές διαφορές / ομοιότητες. H διαφωνία τους είναι φαινομενική, γιατί κατά βάθος συμφωνούν. 2. που γίνεται για να δημιουργήσει εντυπώσεις, επιφανειακός ή και ψευδής: Φαινομενική επίδειξη ενδιαφέροντος.
φαινομενικά & (λόγ.) φαινομενικώς ΕΠIΡΡ: ~ αδιάφορος / απαθής / ατάραχος / ψύχραιμος. ~ δεν έχουν σχέση / δεν ταιριάζουν. [λόγ. φαινόμεν(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. apparent]