Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαιλόνιο το [felónio] Ο40 & φαιλόνι [felóni] Ο44 : (εκκλ.) ιερό άμφιο, μακρύς, χωρίς μανίκια μανδύας που φορούν οι πρεσβύτεροι.
[λόγ. < μσν. φαιλόνιον < ελνστ. φαινόλιον με αντιμετάθ. υποκορ. του ελνστ. φαινόλη `ανοιχτόχρωμο παλτό΄ (ίσως < φαίνω (δες στο φαίνομαι)· μσν. φαιλόνιον με αποφυγή της χασμ.]