Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαιδρός -ή -ό [feδrós] Ε1 : 1. που προκαλεί θυμηδία, που στερείται σοβα ρότητας, γελοίος, αστείος. ANT σοβαρός: Φαιδρό πρόσωπο / υποκείμενο. Mη γίνεσαι ~! 2. (λόγ.) χαρούμενος, ευχάριστος: Φαιδρή ατμόσφαιρα.
[λόγ. < αρχ. φαιδρός (στη σημ. 2)]