Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαγώσιμος -η -ο [faγósimos] Ε5 : που είναι κατάλληλος, που μπορεί να φαγωθεί: Yπάρχει στο ψυγείο τίποτα φαγώσιμο; || (ως ουσ., συνήθ. πληθ.) τα φαγώσιμα, οι τροφές, τα τρόφιμα: Mας τελείωσαν τα φαγώσιμα.
[λόγ. φαγω- (δες τρώω, φαγώνομαι) -σιμος]