Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαγώνομαι [faγónome] Ρ1β (βλ. και τρώω) : 1. φθείρομαι από πολύχρονη χρήση, από τριβή ή διάβρωση: Tο σακάκι μου φαγώθηκε στους αγκώνες. Ο βράχος φαγώνεται από το κύμα. || (μππ.) λιωμένος, φθαρμένος, παλιός: Φαγωμένα μανίκια. Φαγωμένοι γιακάδες. 2. (μτφ.) α. καβγαδίζω, φιλονι κώ συνέχεια, γκρινιάζω: Φαγώνονται όλη μέρα σαν το σκύλο με τη γάτα. β. επιμένω σε κτ. με εμμονή, με ένταση: Φαγώθηκε να αγοράσει μοτοσικλέτα / να πάει εκδρομή. γ. ξοδεύομαι, κατασπαταλιέμαι, διασπαθίζομαι: Tόσο μεγάλη περιουσία και όμως φαγώθηκε μέσα σε δύο χρόνια.
[μέσο του μσν. φαγώνω < φαγ- (συνοπτ. θ. του αρχ. τρώγω) -ώνω]