Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαγοπότι το [faγopóti] Ο44α : (οικ.) γεύμα με τη συμμετοχή πολλών ατόμων, με άφθονα φαγητά και ποτά, που συνήθ. συνοδεύεται από τραγούδι και χορό· ξεφάντωμα, γλέντι: Στη γιορτή μου θα κάνουμε ένα ~, που θα το θυμόμαστε για καιρό!
[μσν. φαγοπότι(ο)ν < φαγ(ίν) -ο- + ποτ(όν) -ιον]