Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαγάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαγάς ο [faγás] Ο1 θηλ. φαγού [faγú] Ο37 : (οικ.) αυτός που τρώει με ευχαρίστηση μεγάλες ποσότητες φαγητού: Στο σόι τους είναι όλοι φαγάδες. || (ως επίθ.): Tι φαγού γυναίκα· καλύτερα να την ντύνεις παρά να την ταΐζεις!

[αρχ. φαγᾶς· φαγ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες