Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαβορί το [favorí] Ο (άκλ.) : αυτός που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, νίκης σε αγώνα ή σε διαγωνισμό: H εθνική ομάδα της Bραζιλίας είναι το ~ για το παγκόσμιο κύπελλο. Tο άλογο με το νούμερο ένα είναι το ~ σ΄ αυτή την κούρσα.
[λόγ. < γαλλ. favori]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαβορίτα η [favoríta] Ο25 : τμήμα του γενιού ως προέκταση των μαλλιών πάνω από τα μάγουλα και μπροστά από τα αυτιά, σε μήκος και φάρδος που ποικίλλει: Οι φαβορίτες επανέρχονται κατά καιρούς στη μόδα.
[βεν. favorit(e) (πληθ.) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαβοριτισμός ο [favoritizmós] Ο17 : η ευνοιοκρατία: Στις προσλήψεις του δημοσίου επικράτησε ο ~ σε βάρος της αξιοκρατίας.
[λόγ. < γαλλ. favoritisme (-isme = -ισμός)]