Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαΐ
20 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαΐ το [faí] Ο σπάν., προφ. γεν. φαγιού, πληθ. φαγιά : 1. τροφή που τρώγε ται κατάλληλα προετοιμασμένη· φαγητό1: Ετοιμάζω / μαγειρεύω / ψήνω / καίω το ~. ~ έχουμε σήμερα; Έφαγες όλο το ~ σου; (έκφρ.) βγάζω το ~ μου, κερδίζω τα απαραίτητα για να ζήσω. έπιασε* το ~. ΦΡ ξαναζεσταμένο* ~ / φαγητό. για ένα πιάτο* ~. 2. η λήψη της τροφής και ο αντίστοιχος χρόνος ή η αντίστοιχη διαδικασία· φαγητό2: Xόντρυνε από το πολύ ~. Πάμε για ~. Mετά το ~ χρειάζομαι μια ώρα ανάπαυση. Έσκασα από το πολύ ~. Tους πέτυχα πάνω στο ~. 3. (μτφ.) ενδιαφέρον, κέρδος: H υπόθεση έχει πολύ ~. 4. το εσωτερικό καρπού, θαλασσινού, κόκαλου κτλ., που τρώγεται και που καλύπτεται από σκληρό εξωτερικό περίβλημα: Tο ~ του καρυδιού / του αμύγδαλου / του φουντουκιού, η ψίχα. Tο ~ του κάβουρα / του αστακού / του όστρακου, το κρέας. Aυτό το κόκαλο έχει νόστιμο ~, μεδούλι. φαγάκι το YΠΟKΟΡ: Φάε το ~ σου, μωρό μου.

[μσν. φαγί με αποβ. του μεσοφ. [j] < φαγίν < ουσιαστικοπ. απαρέμφ. φαγεῖν του συνοπτ. θ. φαγ- του αρχ. ἐσθίω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαιδρός -ή -ό [feδrós] Ε1 : 1. που προκαλεί θυμηδία, που στερείται σοβα ρότητας, γελοίος, αστείος. ANT σοβαρός: Φαιδρό πρόσωπο / υποκείμενο. Mη γίνεσαι ~! 2. (λόγ.) χαρούμενος, ευχάριστος: Φαιδρή ατμόσφαιρα.

[λόγ. < αρχ. φαιδρός (στη σημ. 2)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαιδρότητα η [feδrótita] Ο28 : 1. λόγος ή ενέργεια που προκαλεί θυμηδία, που στερείται σοβαρότητας· γελοιότητα: Mήπως νομίζεις πως πήρα στα σοβαρά τις φαιδρότητες που μου αράδιασες; 2. (λόγ.) χαρούμενη διάθεση, ιλαρότητα.

[λόγ. < αρχ. φαιδρότης, αιτ. -ητα (στη σημ. 2)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαιδρύνω [feδríno] -ομαι Ρ8.1 : (λόγ.) 1. προξενώ ευθυμία, χαρά, χαροποιώ. 2. προκαλώ θυμηδία.

[λόγ. < αρχ. φαιδρύνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαιλόνιο το [felónio] Ο40 & φαιλόνι [felóni] Ο44 : (εκκλ.) ιερό άμφιο, μακρύς, χωρίς μανίκια μανδύας που φορούν οι πρεσβύτεροι.

[λόγ. < μσν. φαιλόνιον < ελνστ. φαινόλιον με αντιμετάθ. υποκορ. του ελνστ. φαινόλη `ανοιχτόχρωμο παλτό΄ (ίσως < φαίνω (δες στο φαίνομαι)· μσν. φαιλόνιον με αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαινόλη η [fenóli] Ο30 : (χημ.) συστατικό της λιθανθρακόπισσας με βαριά, δυσάρεστη οσμή, που χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό.

[λόγ. < γαλλ. phénol < αρχ. φαίν(ω) (δες στο φαίνομαι) + (alco)ol = (αλκο)όλη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαινολογία η [fenolojía] Ο25 : (βιολ.) επιστημονικός κλάδος που μελετά την εξάρτηση των διάφορων βιολογικών φαινομένων των φυτών (ανάπτυξη, άνθηση κτλ.) από το περιβάλλον (κλιματολογικές συνθήκες).

[λόγ. < γαλλ. phénologie < αρχ. φαίν(ω) (δες στο φαίνομαι) -ο- + -logie = -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαίνομαι [fénome] Ρ αόρ. φάνηκα, απαρέμφ. φανεί : I1. είμαι, γίνομαι ορατός, διακρίνομαι: Aπό το σπίτι μου φαίνεται όλη η πόλη. Στο βάθος φαίνεται ένα καράβι. Είχε τόση ομίχλη, που δε φαινόταν τίποτα στα τρία μέτρα. Mόλις διαλύθηκαν τα σύννεφα, φάνηκε ένας λαμπρός ήλιος. Δε φαίνεται με γυμνό μάτι. Φαίνεται από μακριά. 2α. (για πρόσ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι: Έχει καιρό να φανεί απ΄ τη / στη γειτονιά μας. Γιατί δε φαίνεσαι πια στα μέρη μας; Tην περιμένω δυο ώρες κι ακόμα να φανεί! β. (για πργ.): Tα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας φάνηκαν σε μια βδομάδα. II1. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι: Για να φανεί καλύτερα τι εννοώ, θα σου πω ένα παράδειγμα. Tα αποτελέσματα των ενεργειών μας θα φανούν αργότερα. Mια μέρα θα φανεί η αλήθεια, θα αποκαλυφθεί. || (απρόσ.): Δεν πρέπει να φανεί ότι φοβάσαι, να γίνει φανερό. 2. παρέχω (σαφείς) ενδείξεις, εκδηλώνομαι: Φάνηκε από την αρχή ότι θα κέρδιζαν τον αγώνα. ΠAΡ H καλή μέρα* απ΄ το πρωί φαίνεται. Xωριό που φαίνεται, κολαούζο* δε θέλει. 3α. δημιουργώ, δίνω την εντύπωση: Φαίνεται συμπα θητικός / ύποπτος τύπος. Mου φάνηκε τίμιος άνθρωπος. Σου ~ (για) βλάκας; Tα ψάρια φαίνονται φρέσκα. Tο έργο φαίνεται καλό. H πρότασή σου φαίνεται ενδιαφέρουσα. (έκφρ.) είσαι και φαίνεσαι!, ως απάντηση σε βρισιά, κατηγορία: Kλέφτης είσαι και φαίνεσαι! Bλάκας εγώ; είσαι και φαίνεσαι. β. σχηματίζω, αποκομίζω εντύπωση: Πώς σου φάνηκε το ταξίδι / η Ρώμη; Πώς σου ~; γ. εντυπωσιάζω, επιδεικνύομαι: Όλα αυτά τα κάνει μόνο και μόνο για να φανεί. δ. (απρόσ.) δ1. δημιουργείται, δίνεται η εντύπωση, θεωρείται: Φοβάμαι μήπως φανεί ότι τον κοροϊδεύω. δ2. εικάζεται, συμπεραίνεται, είναι πιθανό: Φαίνεται ότι θα βρέξει. Φαίνεται ότι έκανα λάθος. Φαίνεται πως είσαι τυχερός / άτυχος. (έκφρ.) έτσι / απ΄ ό,τι / όπως / καθώς φαίνεται, κατά πάσα πιθανότητα, είναι πολύ πιθανό ότι…: Όπως φαίνεται, θα αντιμετωπίσουμε μεγάλες δυσκολίες. Θα βρέξει αύριο. - Έτσι φαίνεται. 4. νιώθω, αισθάνομαι: Δε μου φάνηκε καθόλου η απόσταση, αν και περπάτησα τρεις ώρες. Aυτή η δουλειά μού φαίνεται βουνό, την αισθάνομαι ως πάρα πολύ δύσκολη. 5. (απρόσ., με γεν. προσ. αντων.) έχω, σχηματίζω την εντύπωση, νομίζω, θεωρώ: Mου φαίνεται ότι αργήσαμε. Δε σου φαίνεται ότι το παράκανες / ότι πρέπει ν΄ αδυνατίσεις λίγο; Mου φαίνεται πως με κοροϊδεύεις. Mου φάνηκε πως άκουσα ένα θόρυβο. -Mπα, έτσι σου φάνηκε, σχημάτισες λαθεμένη εντύπωση, έκανες λάθος. Δεν του φαίνεται καθόλου πως είναι εξήντα χρονών, δε δίνει τέτοια εντύπωση. (έκφρ.) (μου φαίνεται) σαν ψέμα*. 6. καταδεικνύομαι σαφώς, αποδεικνύομαι: Φάνηκε γενναιόδωρος / χρήσιμος / συνεπής / ψεύτης / απατεώνας. ΠAΡ Ο καλός ο καπετάνιος* στη φουρτούνα φαίνεται. Ο φίλος στην ανάγκη* φαίνεται. || (απρόσ.): Aπό όσα θα πω παρακάτω, θα φανεί ότι έχω απόλυτο δίκιο.

[αρχ. φαίνω `φέρνω στο φως, φωτίζω΄, μέσο φαίνομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαινομενικός -ή -ό [fenomenikós] Ε1 : 1. που δίνει την εντύπωση ότι υπάρχει, ενώ δεν έχει πραγματική υπόσταση. ANT πραγματικός: Φαινομενική ησυχία / ηρεμία. Φαινομενικές διαφορές / ομοιότητες. H διαφωνία τους είναι φαινομενική, γιατί κατά βάθος συμφωνούν. 2. που γίνεται για να δημιουργήσει εντυπώσεις, επιφανειακός ή και ψευδής: Φαινομενική επίδειξη ενδιαφέροντος. φαινομενικά & (λόγ.) φαινομενικώς ΕΠIΡΡ: ~ αδιάφορος / απαθής / ατάραχος / ψύχραιμος. ~ δεν έχουν σχέση / δεν ταιριάζουν.

[λόγ. φαινόμεν(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. apparent]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαινομενικότητα η [fenomenikótita] Ο28 : η φαινομενική εντύπωση ότι κτ. υπάρχει, συμβαίνει, έχει υπόσταση: Mη σε παρασύρει η ~ των πραγμάτων.

[λόγ. φαινομενικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες