Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φίσκα [físka] επίρρ. : (προφ., για χώρο) σε κατάσταση μεγάλης πληρότητας, αδιαχώρητου· τίγκα, κάργα: H πλατεία ήταν ~ από κόσμο.
[αρχ. (δωρ. διάλ.) φύσκα (αττ. φύσκη) `παραγεμισμένο έντερο΄ (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φισκάρω [fiskáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) γεμίζω υπερβολικά ένα χώρο, έτσι που να μη χωράει τίποτε άλλο· καργάρω: Tο λεωφορείο / το μαγαζί είναι φισκα ρισμένο (από κόσμο). || είμαι υπερβολικά γεμάτος από κτ.
[φίσκ(α) -άρω]