Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φίρμα η [fírma] Ο25 : 1. επωνυμία επιχείρησης, μάρκα: Mπλουζάκια γνωστής φίρμας. || (επέκτ.) βιομηχανική ή εμπορική επιχείρηση: Για πληροφορίες απευθυνθείτε στον αντιπρόσωπο της φίρμας. 2. (μτφ.) για πρόσωπο γνωστό, καταξιωμένο, φημισμένο: Aυτός ο τραγουδιστής / ο ποδοσφαιριστής / ο γιατρός / ο δικηγόρος είναι μεγάλη ~. Οι φίρμες παίρνουν τη μερίδα του λέοντος κι οι υπόλοιποι τα ψίχουλα. || (λαϊκ., ως φιλι κή προσφών.) Πού ΄σαι, ρε ~!
[ιταλ. firma (αρχική σημ.: `υπογραφή΄) (σημ. 1: & γερμ. Firma < ιταλ. firma)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιρμάνι το [firmáni] & φερμάνι το [fermáni] Ο44 : 1. σουλτανικό διάταγ μα. 2. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός εγγράφου, και γενικότερα μηνύματος, που κοινοποιεί στον παραλήπτη κτ. (απόφαση, εντολή κτλ.) που πρέπει να εκτελεστεί υποχρεωτικά: Ο ιδιοκτήτης μάς έστειλε ~ να αδειάσουμε το σπίτι. Mου ήρθε το ~ της εφορίας. (έκφρ.) βγάζω ~, παίρνω και ανακοινώνω μια αυθαίρετη απόφαση.
[φερ-: τουρκ. ferman -ι (από τα περσ.)· φιρ-: ίσως από επίδρ. των αγγλ., γαλλ., ιταλ. τύπων fir-]