Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φίνος -α -ο [fínos] Ε4 : (προφ.) 1. (για πρόσ.) που έχει λεπτούς τρόπους, αβρή, ευγενική συμπεριφορά. 2. (για πργ.) που είναι δουλεμένος με λεπτότητα, κομψός, εξαιρετικής ποιότητας ή μορφής· εκλεκτός: Φίνο άρωμα. ~ μεζές.
φίνα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~, πάρα πολύ καλά. [μσν. φίνος < ιταλ. fino -ς]