Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φίνις το [fínis] Ο (άκλ.) : (αθλ.) η τελευταία, η αποφασιστική φάση ενός αγωνίσματος ταχύτητας λίγο πριν από τον τερματισμό, κατά την οποία οι αγωνιζόμενοι εντείνουν τις προσπάθειες, τους ρυθμούς τους: Έκοψε το νήμα με ένα εκπληκτικό ~. Ο αθλητής έχει πολύ καλό ~, διαθέτει πολλές δυνάμεις, είναι γρήγορος στην τελική προσπάθεια. || η γραμμή τερματισμού σε αγώνες δρόμου, το νήμα. || (επέκτ.) η τελική, η αποφασιστική φάση μιας προσπάθειας, μιας ενέργειας: Tις νίκησε όλες στο ~ και πήρε την πρώτη θέση στο διαγωνισμό ομορφιάς.
[λόγ. < αγγλ. finish]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φινιστρίνι το [finistríni] & φιλιστρίνι το [filistríni] Ο44 : καθένα από τα στρογγυλά παραθυράκια στα πλευρά των πλοίων, από όπου φωτίζονται και αερίζονται οι καμπίνες: Tο κύμα έφτανε ως τα φινιστρίνια. || (επέκτ.) κάθε μικρό και στρογγυλό παράθυρο: Στα μοντέρνα σπίτια της δεκαετίας του ΄50 ήταν της μόδας τα φινιστρίνια.
[ιταλ. αρσ. finestrino, πληθ. finestrini που θεωρήθηκε ουδ. εν., με προχωρ. αφομ. [i-e > i-i] · ανομ. [n-n > l-n] ]