Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φίμωτρο το [fímotro] Ο41 : 1. εξάρτημα (μεταλλικό ή δερμάτινο πλέγμα) που τοποθετείται στο ρύγχος ζώου (συνήθ. σκύλου), έτσι ώστε να το εμποδίζει να δαγκάνει ή να τρώει: Tο σκυλί είναι άγριο, θέλει ~. 2. (μτφ.) καθετί που περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης: H χούντα έβαλε ~ στον Tύπο.
[λόγ. < ελνστ. φίμωτρον]