Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φίκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φίκος ο [fíkos] Ο18 : αειθαλές διακοσμητικό φυτό με μεγάλα, σαρκώδη, ελλειψοειδή και βαθυπράσινα φύλλα.

[λόγ. < νλατ. fic(us) -ος (< λατ. ficus `συκιά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες