Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φίδι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φίδι το [fíδi] Ο44 : 1. σπονδυλωτό, φολιδωτό ερπετό, που εμφανίζεται σε ποικιλία ειδών, συχνά δηλητηριώδες, με μακρύ, κυλινδροειδές σώμα χωρίς μέλη και με μακριά διχαλωτή γλώσσα: Δάγκωμα / τσίμπημα φιδιού. Δέρμα / πουκάμισο φιδιού. Tα φίδια το χειμώνα πέφτουν σε νάρκη. (έκφρ.) τρώω σαν ~, πάρα πολύ, μέχρι σκασμού. 2. (μτφ.) άνθρωπος ύπουλος, μοχθηρός, κακεντρεχής: Tον εμπιστεύτηκα· δε φανταζόμουν πως είχα να κάνω με ~. ΦΡ ~ κολοβό, πονηρός, ύπουλος άνθρωπος. με ζώνουν* (τα) μαύρα φίδια / τα φίδια. με τρώνε τα φίδια, διαβλέπω, υποψιάζομαι κίνδυνο, νιώθω βαθιά ανησυχία. μαύρο ~ που σ΄ έφαγε!, πρόκειται να πάθεις (ή έπαθες) μεγάλη συμφορά. (ζεσταίνω) ~ στον κόρφο μου, εμπιστεύομαι, σχετίζομαι στενά με ύπουλο, κακεντρεχή άνθρωπο. βγάζω το ~ απ΄ την τρύπα, αναλαμβάνω το πιο δύσκολο και επικίνδυνο μέρος ενός έργου· ΣYN ΦΡ βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά. ΠAΡ Bάλαν τον τρελό να βγάλει το ~ απ΄ την τρύπα, ανέθεσαν στον αφελέστερο να εκτελέσει το πιο επικίνδυνο μέρος ενός έργου. φιδάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό φίδι. 2. είδος παιδικού επιτραπέζιου παιχνιδιού. 3. (προφ.) σπιράλ από υλικό που καίγεται και που απομακρύνει με την οσμή του τα ενοχλητικά έντομα το καλοκαίρι.

[μσν. φίδι < ελνστ. ὀφίδιον (με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο) υποκορ. του αρχ. ὄφις ὁ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιδίσιος -α -ο [fiδísxos] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται στο φίδι ή που μοιάζει με αυτό: Φιδίσιο δέρμα. Φιδίσια γλώσσα. || (μτφ.): Φιδίσιο κορμί / σώμα, ευέλικτο, λυγερό, καλογυμνασμένο.

[φίδ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες