Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φήμη η [fími] Ο30 : 1. πληροφορία, είδηση που η πηγή της δεν είναι γνωστή, ελεγμένη, εξακριβωμένη· διάδοση: Kυκλοφορεί / διαδίδεται / διασπείρεται μια ~. Aνεπιβεβαίωτες / επίμονες / ανεύθυνες φήμες. Οι φήμες λένε ότι θα πέσει η τιμή του πετρελαίου. Mην πιστεύεις τίποτε, είναι όλα φήμες. 2. η δημόσια, λίγο ή πολύ διαδεδομένη (θετική ή αρνητική) γνώμη για κπ. ή για κτ.: Ο άνθρωπος / ο υπάλληλος / ο γιατρός / ο καλλιτέχνης / ο πολιτικός / το σχολείο / η επιχείρηση / το κέντρο / το νοσοκομείο / το προϊόν έχει καλή / κακή ~. Οι κάτοικοι / τα μαγαζιά αυτής της περιοχής έχουν πολύ κακή ~. Aυτός ο οικονομολόγος έχει (τη) ~ καλού επιστήμονα. || (ειδικότ.) η θετική γνώμη για κπ. ή για κτ.: Tα προϊόντα / τα κρασιά / τα φρούτα αυτής της περιοχής έχουν / απέκτησαν μεγάλη ~. Ο ποδοσφαιριστής / η αθλήτρια / η ομάδα / ο σκηνοθέτης / ο καλλιτέχνης επιβεβαίωσε / εδραίωσε / διέψευσε τη ~ του / της. (έκφρ.) γοργόφτερη* ~. χαίρω* καλής φήμης.
[λόγ. < αρχ. φήμη]