Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φέρομαι [férome] & (προφ.) φέρνομαι [férnome] Ρ αόρ. φέρθηκα, απαρέμφ. φερθεί : αντιδρώ στα εξωτερικά ερεθίσματα με ορισμένο τρόπο, έχω ορισμένη συμπεριφορά· συμπεριφέρομαι1: (Δε) φέρεται καλά / ευγενικά / σωστά. Mου φέρνεται άσκημα / βάναυσα / άψογα. Φέρσου έξυπνα / σωστά / σαν κύριος. Δεν ξέρει να φερθεί. Δεν έπρεπε να φερθεί έτσι σ΄ εμένα. ΦΡ ~ με το γάντι*.
[λόγ. < σπάν. ελνστ. φέρομαι & σημδ. γαλλ. se porter· μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά την εξέλ. φέρω > φέρνω]