Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φέουδο το [féuδo] Ο41 : 1. τμήμα χώρας, μεγάλη έκταση αγροτικής γης, που παραχωρούσε κατά το Mεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη ο κυρίαρχος ηγεμόνας σε ευγενή, ευπατρίδη για εκμετάλλευση· (πρβ. τιμάριο, τσιφλίκι). 2. (μτφ.) για κτ. που αποτελεί αντικείμενο ανεξέλεγκτης, αυθαίρετης άσκησης εξουσίας, εκμετάλλευσης· τσιφλίκι: H χώρα μας δεν είναι ~ κανενός.
[λόγ. φέουδον < ιταλ. feudo < μσνλατ. feudum (γερμ. προέλ.) (ορθογρ. δαν.)]