Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φέγγω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φέγγω [féŋgo & fégo] Ρ αόρ. έφεξα, απαρέμφ. φέξει : 1. ρίχνω φως επάνω σε κπ. ή σε κτ., φωτίζω: Φέξε μου, γιατί είναι σκοτεινά και δε βλέπω. ΦΡ φέξε μου και γλίστρησα!, ειρωνικά, για πληροφορία ή γενικότερα για βοήθεια: α. που δίνεται αργά, όταν πια είναι ανώφελη. β. που δεν ξεκαθαρίζει, δεν αποσαφηνίζει την κατάσταση, που δε λύνει το πρόβλημα. 2α. εκπέμπω φως, είμαι φωτεινός: Tα φανάρια του αυτοκινήτου σου δε φέγγουν καλά. Στο βάθος έφεγγε ένα μικρό φωτάκι. Έφεγγε (όλος) ο τόπος από τις μεγάλες φλόγες. || (μτφ.) λάμπω: Tο πρόσωπό της έφεξε από χαρά. β. (στο γ' πρόσ.) β1. υπάρχει φως: Mεγάλωσε πια η μέρα και φέγγει ως αργά. β2. ξημερώνει, χαράζει: Ξεκινήσαμε για το βουνό πριν φέξει. ΦΡ του ΄φεξε, του συνέβη απροσδόκητο, ανέλπιστο καλό. 3. (μτφ., στο αορ. θ.) για δήλωση υπερβολικής αδυναμίας, ισχνότητας: Έφεξε από την πεί να / την αδυναμία / την αρρώστια. Έφεξε το πρόσωπό του.

[αρχ. φέγγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες