Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φάρσα η [fársa] Ο25 : I. αστείο σε βάρος κάποιου, το οποίο στηρίζεται στην παραπλάνηση και προκαλεί το γέλιο: Aθώα / χοντρή ~. Kάνει φάρσες από το τηλέφωνο. || (επέκτ.) απάτη, παρωδία: ~ οι δίκες που έστησε το δικτατορικό καθεστώς. II. είδος ελαφράς και σύντομης κωμωδίας, χωρίς σοβαρή πρόθεση, που προκαλεί το γέλιο με τη γρήγορη εναλλαγή απροόπτων, απίθανων και κωμικών παρεξηγήσεων· (πρβ. φαρσοκωμωδία).
[ιταλ. farsa < γαλλ. farce]