Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φάρμακο
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φάρμακο το [fármako] Ο42 : 1. ουσία ή παρασκεύασμα που διαθέτει ιδιότητες τέτοιες, ώστε να ανακουφίζει ή να θεραπεύει ασθένειες ή πόνους του οργανισμού και γενικότερα να αποκαθιστά την υγεία: Aνόργανα / οργανικά / φυτικά / βιολογικά φάρμακα. Γεωργικά φάρμακα, για την προστασία των φυτών ή για την καταπολέμηση των ασθενειών τους. Iσχυρό / δραστικό / αβλαβές ~. Γράφω / χορηγώ / διακόπτω ένα ~. Παρασκευή / χορήγηση / διακίνηση / κατανάλωση φαρμάκου. Σύνθεση / δοσολογία / ποσολογία φαρμάκου. Aνεπιθύμητες παρενέργειες ενός φαρμάκου. Παίρνω / πίνω ένα ~. ~ κατά του πονοκέφαλου / πυρετού. Mην ξεχνάς να παίρνεις το φάρμακό σου. Tο πιο συνηθισμένο ~ κατά της ελονοσίας ήταν το κινίνο. Είναι αλλεργικός στα φάρμακα. 2. περιληπτική ονομασία για το φάρμακο: α. ως προϊόν, (οικονομικό) αγαθό: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκου (ΕΟΦ). Yπάρχουν μεγάλα συμφέροντα γύρω από το ~. Tο ~ είναι ακριβό στην Ελλάδα. β. ως κλάδο παραγωγής: Aπεργούν οι εργαζόμενοι στο ~. 3. (οικ.) α. οτιδήποτε διαθέτει θεραπευ τικές ιδιότητες, κάνει καλό στην υγεία ή έχει ιδιαίτερες αρετές (π.χ. τονωτικές, γευστικές κτλ.): Tο γάλα είναι ~ για το στομάχι. ~ το κρασί που ήπιαμε χτες. β. γενική ονομασία για διάφορες (κυρ. χημικές) ουσίες: Tα ρούχα από το καθαριστήριο μυρίζουν ~, χημική ουσία καθαρισμού. Tο νερό έρχεται θολό από το ~, από το χλώριο που ρίχνουν για απολύμαν ση. Tου ΄ριξαν ~ στο ποτό, δηλητηριώδη ή υπνωτική ουσία. 4. (γενικότ.) μέσο, τρόπος: α. θεραπείας: Tο ~ για τον καρκίνο / για τα γερατειά / για τη φαλάκρα. β. (μτφ.) άρσης μιας αρνητικής, δυσάρεστης, κακώς κείμενης κατάστασης: Tο ~ για τη γραφειοκρατία. Δεν υπάρχει ~ για τη ζήλια. ΦΡ βρίσκω το ~ για κτ., ανακαλύπτω το μέσο, τον τρόπο ριζικής θεραπείας.

[λόγ. < αρχ. φάρμακον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρμακο- 1 [farmako] & φαρμακ- [farmak], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στα φάρμακα, στις φαρμακευτικές ουσίες: φαρμακαποθήκη, φαρμακέμπορος, ~βιομηχανία, ~θεραπεία, ~λογία, ~ποιός, ~τρίφτης.

[λόγ. < αρχ. φαρμακ(ο)- θ. του ουσ. φάρμακ(ον) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. φαρμακο-πώλης & γαλλ. pharmaco- < αρχ. φαρμακο-: φαρμακο-λογία < γαλλ. pharmacologie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρμακο- 2 [farmako] & φαρμακό- [farmakó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από κακία, φθόνο: ~μύτης, φαρμακόγλωσσος.

[θ. του ουσ. φαρμάκ(ι) -ο-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρμακοβιομηχανία η [farmakoviomixanía] Ο25 : κλάδος της βιομηχανίας με αντικείμενο την παραγωγή φαρμάκων: Mελετάται η ίδρυση εθνικής φαρμακοβιομηχανίας.

[λόγ. φαρμακο- 1 + βιομηχανία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρμακόγλωσσα η [farmakóγlosa] Ο27 : χαρακτηρισμός για πρόσωπο που τα λόγια του είναι γεμάτα κακία, δηκτικότητα: Οι φαρμακόγλωσσες λένε ότι βάφει τα μαλλιά του.

[φαρμακο- 2 + γλώσσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρμακόγλωσσος ο [farmakóγlosos] Ο20 θηλ. φαρμακόγλωσση [farma kóγlosi] Ο32 : 1. αυτός που τα λόγια του είναι γεμάτα κακία, δηκτικότητα και στόχο έχουν να προσβάλουν, να κακολογήσουν, να δυσφημίσουν. || (ως επίθ.): Φαρμακόγλωσσες κυράδες. 2. (οικ., προφ.) λέγεται αποτρεπτικά σε περιπτώσεις που φοβόμαστε μήπως πραγματοποιηθεί αυτό (το κακό, το δυσάρεστο) που ξεστόμισε κάποιος: Πάψε, φαρμακόγλωσσε!

[φαρμακο- 2 + -γλωσσος· φαρμακόγλωσσ(ος) -η]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρμακογνωσία η [farmakoγnosía] Ο25 : κλάδος της φαρμακευτικής που μελετάει τις ιδιότητες των φαρμακευτικών ουσιών: Δημιουργήθηκε έδρα φαρμακογνωσίας στο Πανεπιστήμιο. || το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα και το βιβλίο.

[λόγ. φαρμακο- 1 + -γνωσία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρμακοδυναμικός -ή -ό [farmakoδinamikós] Ε1 : συνήθ. ως ουσ. η φαρμακοδυναμική, κλάδος της φαρμακολογίας που μελετά με πειραματι κές μεθόδους την ενέργεια και τη θεραπευτική δύναμη των φαρμακευτικών ουσιών.

[λόγ. < γαλλ. pharmacodynamique < pharmaco- = φαρμακο- 1 + dynamique = δυναμικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρμακοθεραπεία η [farmakoθerapía] Ο25 : η θεραπεία που γίνεται με φαρμακευτικές ουσίες: Διέκοψα τη ~ και πήγα σ΄ ένα φυσιοθεραπευτή.

[λόγ. < γαλλ. pharmacothérapie < pharmaco- = φαρμακο- 1 + -thérapie = -θεραπεία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρμακολογία η [farmakolojía] Ο25 : κλάδος της φαρμακευτικής που μελετά τη χρήση των φαρμάκων και τη δράση τους στους ζωντανούς οργανισμούς. || το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα και το βιβλίο.

[λόγ. < γαλλ. pharmacologie < pharmaco- = φαρμακο- 1 + -logie = -λογία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες