Παράλληλη αναζήτηση
29 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φάρμα η [fárma] Ο25α : αγρόκτημα με εγκαταστάσεις για καλλιέργειες ή για εκτροφή ζώων.
[αγγλ. farm -α]
- φαρμακαποθήκη η [farmakapoθíki] Ο30 : ιδιωτικό ή κρατικό κατάστημα χονδρικής πωλήσεως φαρμακευτικών ειδών (φαρμάκων, χημικών υλών κτλ.).
[λόγ. φαρμακ(ο)- 1 + αποθήκη απόδ. γερμ. Apotheke `φαρμακείο΄ < υστλατ. apotheca < αρχ. ἀποθήκη]
- φαρμακεία η [farmakía] Ο25 (χωρίς πληθ.) : 1. (παρωχ.) η χρήση, η χορήγηση δηλητηριώδους φαρμάκου για τη διάπραξη εγκλήματος· δηλητηρίαση. 2. (νομ.) το αδίκημα της ανθρωποκτονίας με τη χορήγηση δηλητηριωδών ουσιών.
[λόγ. < αρχ. φαρμακεία (στη σημ. 1)]
- φαρμακείο το [farmakío] Ο39 : 1. κατάστημα στο οποίο παρασκευάζονται και διατίθενται φάρμακα: Διανυκτερεύοντα / διημερεύοντα φαρμακεία. || χώρος (π.χ. σε νοσηλευτικό ίδρυμα) από όπου διατίθενται φάρμα κα: ~ νοσοκομείου / κλινικής / μονάδας. 2. κουτί, θήκη που περιέχει φάρμακα και άλλα είδη (π.χ. επιδέσμους, γάζες κτλ.) για περιπτώσεις τραυματισμού από ατύχημα: Kάθε αυτοκίνητο πρέπει να έχει ~. 3. (μτφ.) κατάστημα με πολύ ακριβές τιμές, σφαγείο: Σκέτο ~ είναι αυτή η μπουτίκ!
[λόγ. φάρμακ(ον) -είον μτφρδ. γαλλ. pharmacie < υστλατ. pharmacia < αρχ. φαρμακ(ε)ία στη σημ.: `χρήση (καθαρτικών) φαρμάκων΄]
- φαρμακεμπορία η [farmakemboría] Ο25 : χονδρεμπόριο φαρμάκων και φαρμακευτικών ειδών· φαρμακεμπόριο.
[λόγ. φαρμακ(ο)- 1 + -εμπορία]
- φαρμακεμπόριο το [farmakembório] Ο40 : χονδρεμπόριο φαρμάκων και φαρμακευτικών ειδών· φαρμακεμπορία.
[λόγ. φαρμακ(ο)- 1 + -εμπόριον]
- φαρμακέμπορος ο [farmakémboros] Ο20α & φαρμακέμπορας ο [farmakémboras] Ο5 : χονδρέμπορος φαρμάκων και φαρμακευτικών ειδών.
[λόγ. φαρμακ(ο)- 1 + -έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
- φαρμακερός -ή -ό [farmakerós] Ε1 : 1α. που περιέχει δηλητήριο, δηλητη ριώδης. β. (κυρ. για ζώα, ιδ. για φίδια) που διοχετεύει δηλητήριο, που δηλητηριάζει· δηλητηριώδης, ιοβόλος: Φαρμακερή οχιά. Φαρμακερό φίδι. 2. (μτφ.) α. που πληγώνει, τραυματίζει, που δηλητηριάζει ψυχικά· δηκτικός, πικρός: Φαρμακερή γλώσσα / ματιά. Φαρμακερά λόγια. Tου ΄ριξε ένα φαρμακερό βλέμμα, γεμάτο κακία, μίσος, έχθρα. || Φαρμακερές τιμές, υπερβολικά ψηλές. β. που προξενεί μεγάλη, αναπόδραστη βλάβη, ζημιά: Φαρμακερό βόλι. M΄ ένα φαρμακερό σουτ άφησε άναυδο τον αντίπαλο τερματοφύλακα. (έκφρ.) τρίτη* και φαρμακερή. 3. (για ψύχος) που είναι έντονος, διαπεραστικός· δριμύς, τσουχτερός: Φαρμακερό κρύο.
[φαρμάκ(ι) -ερός (διαφ. το ελνστ. φαρμακηρός `επεξεργασμένος με προστατευτικό χρώμα΄)]
- φαρμακευτική η [farmakeftikí] Ο29α : 1. επιστήμη με αντικείμενο τη σύνθεση, τη χρήση και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φαρμάκων: Οι πρόοδοι της φαρμακευτικής. Συνέδριο φαρμακευτικής. 2. το τμήμα φαρμακευτικής του πανεπιστημίου, το αντίστοιχο μάθημα και το βιβλίο: Πέρασε στη ~. Εξετάσεις στη ~.
[λόγ.: 1: ελνστ. φαρμακευτική· 2: σημδ. γαλλ. pharmacie (δες στο φαρμακείο)]
- φαρμακευτικός -ή -ό [farmakeftikós] Ε1 : 1. που είναι σχετικός με τα φάρμακα ή με την παρασκευή τους: Φαρμακευτικά προϊόντα / σκευάσματα. Φαρμακευτικές ουσίες. Φαρμακευτικά καλλυντικά, που περιέχουν και φαρμακευτικές ουσίες. Φαρμακευτική βιομηχανία. Φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα. ~ κώδικας. 2. που έχει ιδιότητες φαρμάκου: Φαρμακευτικά φυτά / βοτάνια. 3. που αναφέρεται στη φαρμακευτική: Φαρμακευτικά περιοδικά. || (ως ουσ.) η φαρμακευτική*.
φαρμακευτικά & (λόγ.) φαρμακευτικώς ΕΠIΡΡ από φαρμακευτική άποψη: Ουσίες φαρμακευτικώς ουδέτερες. [λόγ. < αρχ. φαρμακευτικός `που γίνεται με φάρμακα΄ σημδ. γαλλ. pharmaceutique (στη νέα σημ.) < αρχ. φαρμακευτικός· λόγ. φαρμακευτικ(ός) -ώς]