Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φάρδος το [fárδos] Ο46 : 1. η διάσταση του πλάτους· το πλάτος: Tο ~ του δρόμου / του κρεβατιού. || (ιδ. ραπτ.) χρησιμοποιείται αντί της λέξης πλάτος: ~ πλάτης / μέσης / ώμου. Tο ύφασμα είναι στενό και δε μου βγαίνει στο ~. 2. (προφ., λαϊκ.) μεγάλη τύχη, κωλοφαρδία: Tο ~ του δε λέγεται.
[μσν. φάρδος < φαρδ(ύς) -ος αναλ. προς το σχ.: παχύς - πάχος]