Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φάπα η [fápa] Ο25 : 1. χτύπημα που δίνεται με ανοιχτή παλάμη, ιδίως στο πίσω μέρος του κεφαλιού ή στο σβέρκο· καρπαζιά: Δίνω / ρίχνω / τρώω (μια) ~. Tον τάραξε στις φάπες. 2. (μτφ.) χτύπημα, πλήγμα: Οι Aμερικανοί έφαγαν μια γερή ~ στο Bιετνάμ.
[< φαπ (ηχομιμ.) -α]