Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φάμπρικα η [fábrika] Ο27α : 1. (παρωχ., προφ., λαϊκότρ.) εργοστάσιο: Έφαγε τα νιάτα του στις φάμπρικες της Γερμανίας. Σχόλασε η ~. 2. (μτφ.) επινόηση, τέχνασμα, κόλπο, που εμπεριέχει συνήθ. μιαν απάτη και που το μεταχειρίζεται κάποιος για να πετύχει κτ.: Bρήκε καινούρια ~ για να βγάζει λεφτά χωρίς να κουράζεται.
[ιταλ. fabbrica (στη σημ. 1)]