Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φάλτσος -α -ο [fáltsos] Ε4 : (μουσ., οικ.) 1. τραγουδιστής ή μουσικός που κάνει σφάλματα κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού ή ενός μουσικού κομματιού: Πού τους βρήκαν αυτούς τους φάλτσους μουσικούς; Tραγουδούσε με μια φάλτσα, τσιριχτή φωνούλα, παράφωνη. || άρρυθμος: Γέλασε με γέλιο φάλτσο και προσποιητό. 2. λοξός, στραβός.
φάλτσα ΕΠIΡΡ. [φάλτσ(ο) -ος & ιταλ. falso -ς (δες στο φάλτσο) (πρβ. ελνστ. φάλσος `πλαστός΄ < λατ. falsus)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαλτσοστέκα η [faltsostéka] Ο25α & φαλτσοστεκιά η [faltsoste
á] Ο24 : (προφ.) λαθεμένο χτύπημα στο μπιλιάρδο εξαιτίας γλιστρήματος της στέκας στην επαφή της με την μπίλια: Bάλε φάλτσο στη στέκα για να μην κάνεις ~. [φάλτσ(ο) -ο- + στέκα· φαλτσοστέκ(α) -ιά]