Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φάλτσο το [fáltso] Ο39 : 1. (μουσ., οικ.) τονικό σφάλμα τραγουδιστή ή μουσικού κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού ή ενός μουσικού κομματιού: Ο τραγουδιστής έκανε πολλά φάλτσα, παραφωνίες. 2. (μτφ., προφ., για άνθρ.) λαθεμένη, άστοχη πράξη, ενέργεια, συμπεριφορά: Έκανες χοντρό ~ μ΄ αυτά που της είπες. 3. (για παιχνίδια που παίζονται με σφαίρα) η σκόπευση και το χτύπημα της σφαίρας στα πλάγια: Ο ποδοσφαιριστής σούταρε την μπάλα με ~, ώστε να διαγράψει περιστρεφόμενη μια καμπύλη τροχιά. H μπάλα πήρε ~ και κατέληξε στα δίχτυα. Xτύπησε την μπίλια με ~ και αυτή πετάχτηκε έξω από το τραπέζι του μπιλιάρδου. || Kάνω ~, χτυπώ λαθεμένα την μπίλια του μπιλιάρδου· (βλ. και φαλτσοστέκα). 4. λουλάκι σε σχήμα μικρού κύβου, που με αυτό επαλείφουν κατά διαστήματα τη μύτη της στέκας του μπιλιάρδου, για να μη γλιστράει στην επαφή της με την μπίλια: Bάλε ~ στη στέκα. 5. (πληθ.) τα επάλληλα εσωτερικά δερμάτινα στρώματα του τακουνιού των παπουτσιών.
[ιταλ. falso `σφαλερός, ψεύτικος΄, παλ. σημ.: `σε λάθος μουσικό τόνο΄ με ανάπτ. [t] ανάμεσα στο [l] και το [s] για διευκόλυνση της άρθρ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαλτσογωνιά η [faltsoγoná] Ο24 : (τεχν., προφ.) ξυλουργικό εργαλείο από ξύλο ή σίδερο για τη χάραξη γωνιών 45 μοιρών.
[φάλτσ(ος) -ο- + γωνιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φάλτσος -α -ο [fáltsos] Ε4 : (μουσ., οικ.) 1. τραγουδιστής ή μουσικός που κάνει σφάλματα κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού ή ενός μουσικού κομματιού: Πού τους βρήκαν αυτούς τους φάλτσους μουσικούς; Tραγουδούσε με μια φάλτσα, τσιριχτή φωνούλα, παράφωνη. || άρρυθμος: Γέλασε με γέλιο φάλτσο και προσποιητό. 2. λοξός, στραβός.
φάλτσα ΕΠIΡΡ. [φάλτσ(ο) -ος & ιταλ. falso -ς (δες στο φάλτσο) (πρβ. ελνστ. φάλσος `πλαστός΄ < λατ. falsus)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαλτσοστέκα η [faltsostéka] Ο25α & φαλτσοστεκιά η [faltsoste
á] Ο24 : (προφ.) λαθεμένο χτύπημα στο μπιλιάρδο εξαιτίας γλιστρήματος της στέκας στην επαφή της με την μπίλια: Bάλε φάλτσο στη στέκα για να μην κάνεις ~. [φάλτσ(ο) -ο- + στέκα· φαλτσοστέκ(α) -ιά]