Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φάλαγγα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φάλαγγα 1 η [fálaŋga] Ο28 : I1. σε βάθος παράταξη στρατιωτικού τμήματος που βρίσκεται σε κίνηση: Στρατιωτικές φάλαγγες. ~ αρμάτων μάχης. || (επέκτ.) για μεγάλο αριθμό οχημάτων που κινούνται το ένα πίσω από το άλλο: Aτέλειωτες φάλαγγες αυτοκινήτων με εκδρομείς κινούνταν κατά μήκος της εθνικής οδού. 2. στρατιωτικό σώμα: α. με ιδιαίτερη οργάνωση ή εξάσκηση: ~ λοκατζήδων / ιερολοχιτών. β. σε ειδική διάταξη: Mακεδονική / λοξή / ορθή ~. || παραστρατιωτική φασιστική οργάνωση: H ισπανική ~. ΦΡ πέμπτη* ~. 3. σχηματισμός στρατιωτικού σώματος, ναυτικής μονάδας ή και μαθητών σε γυμναστική ή παρέλαση: ~ κατά τριάδες, τετράδες κτλ., σε βάθος τριών, τεσσάρων κτλ. ανδρών, μαθητών. Διπλή ~, σε δύο παράλληλες σειρές. II. η οριζόντια (μεταλλική) ράβδος ζυγαριάς, από την οποία εξαρτώνται οι δύο δίσκοι. III. (ανατ.) καθένα από τα επιμήκη οστά των δακτύλων του ανθρώπου και των ζώων: Όλα τα δάχτυλα έχουν τρεις φάλαγγες εκτός από τον αντίχειρα, που έχει δύο.

[λόγ.: I: αρχ. φάλαγξ ἡ, αιτ. -αγγα `σώμα οπλιτών, κατά μήκος παράταξη μάχης΄ & σημδ. γαλλ. colonne· ΙΙ, ΙΙΙ: αρχ. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φάλαγγας ο [fálaŋgas] Ο5 & φάλαγγα 2 η [fálaŋga] Ο28 : 1. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο αυτός που βασανίζεται, δέχεται χτυπήματα στα πέλματα των ποδιών του που είναι ακινητοποιημένα: Tου έκαναν / πέρα σε από φάλαγγα. Tα πόδια του πρήστηκαν από τη φάλαγγα. 2. το σχετι κό όργανο βασανισμού.

[αρχ. φάλαγξ, αιτ. -αγγα στη σημ.: `κυλινδρικό κομμάτι ξύλου΄ ή αντδ. < τουρκ. falaka (ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] από επίδρ. του [l] ) < αραβ. < αρχ. φαλαγγ- και μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες