Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υψώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υψώνω [ipsóno] -ομαι Ρ1 : 1α.φέρνω, μετακινώ κτ. σε θέση ψηλότερη από αυτή στην οποία βρίσκεται· σηκώνω ψηλά, ανεβάζω: ~ τη σημαία. (έκφρ.) ~ το λάβαρο της επανάστασης, κηρύσσω επανάσταση. ~ το ποτήρι, κά νω πρόποση. β. δίνω σε κτ. επιπλέον ύψος: Ύψωσα τον τοίχο δύο μέτρα. Θα υψώσουμε το σπίτι κατά έναν όροφο. ~ τοίχο, χτίζω. Tο αεροπλάνο υψώθηκε στα πέντε χιλιάδες μέτρα, ανέβηκε. ~ τείχη* και μτφ. || (μτφ.): Yψώνεται ένας τοίχος* ανάμεσά τους. || (παθ.) για κτ. που έχει μεγάλο ύψος και δεσπόζει στο χώρο: Στο βάθος του ορίζοντα υψώνονταν οι κορυφές του Ολύμπου. Aριστερά και δεξιά από το δρόμο υψώνονται λεύκες. 2α. στρέφω ή κινώ προς τα επάνω, συνήθ. για μέλος του σώματος: Ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό. Mην υψώνεις χέρι επάνω μου. β. (μτφ.) αυξάνω την ένταση: ~ τη φωνή μου, μιλώ πιο δυνατά. (έκφρ.) ~ φωνή διαμαρτυρίας, συνηγορώ ή διαμαρτύρομαι έντονα. ~ τη φωνή* μου σε κπ. || αυξάνω, ανεβάζω την τιμή· ακριβαίνω: Οι εταιρείες ύψωσαν την τιμή του πετρελαίου. || (μαθημ.): ~ έναν αριθμό σε μία δύναμη4.

[λόγ. < ελνστ. ὑψ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες