Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υψομετρικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υψομετρικός -ή -ό [ipsometrikós] Ε1 : που αναφέρεται στην υψομετρία ή στο υψόμετρο: Yψομετρικές καμπύλες, οι καμπύλες του τοπογραφικού χάρτη οι οποίες συνδέουν τα σημεία που έχουν το ίδιο υψόμετρο. Yψομετρικά όργανα. Yψομετρική διαφορά.

[λόγ. < γαλλ. hypsométrique < hypsometr(ie) = υψομετρ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες