Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υψηλόβαθμος -η -ο [ipsilóvaθmos] Ε5 : χαρακτηρισμός προσώπου που βρίσκεται υψηλά σε μια ιεραρχία: ~ υπάλληλος. Yψηλόβαθμο στέλεχος.
[λόγ. υψηλ(ός) -ο- + βαθμ(ός) -ος]